Εσπερίδες
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | οι | Εσπερίδες | ||
γενική | των | Εσπεριδών | ||
αιτιατική | τις | Εσπερίδες | ||
κλητική | Εσπερίδες | |||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Εσπερίδες < αρχαία ελληνική Ἐσπερίδαι
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.speˈɾi.ðes/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ε‐σπε‐ρί‐δες
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΕσπερίδες θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό
- (ελληνική μυθολογία) Νύμφες, κόρες της Νύχτας και του Άτλαντα ή του Δία και της Θέμιδας, με αποστολή μεταξύ άλλων τη φύλαξη των χρυσών μήλων στον κήπο των Θεών, στη χώρα του Άτλαντα -τα έκλεψε τελικά ο Ηρακλής
- αρχαία πόλη της Κυρηναϊκής, στα παράλια της βόρειας Αφρικής όπου αργότερα χτίστηκε η Βερενίκη, η σημερινή Βεγγάζη της Λιβύης
- οικισμός της Αττικής
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Εσπερίδες στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία Εσπερίδες
|