Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οι Εσπερίδες
      γενική των Εσπεριδών
    αιτιατική τις Εσπερίδες
     κλητική Εσπερίδες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Εσπερίδες < αρχαία ελληνική Ἐσπερίδαι

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.speˈɾi.ðes/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ε‐σπε‐ρί‐δες

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Εσπερίδες θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό

  1. (ελληνική μυθολογία) Νύμφες, κόρες της Νύχτας και του Άτλαντα ή του Δία και της Θέμιδας, με αποστολή μεταξύ άλλων τη φύλαξη των χρυσών μήλων στον κήπο των Θεών, στη χώρα του Άτλαντα -τα έκλεψε τελικά ο Ηρακλής
  2. αρχαία πόλη της Κυρηναϊκής, στα παράλια της βόρειας Αφρικής όπου αργότερα χτίστηκε η Βερενίκη, η σημερινή Βεγγάζη της Λιβύης
  3. οικισμός της Αττικής

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία