Επικηφισιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Επικηφισιά | ||
γενική | της | Επικηφισιάς | ||
αιτιατική | την | Επικηφισιά | ||
κλητική | Επικηφισιά | |||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Επικηφισιά < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Ἐπικηφισιά
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.pi.ci.fiˈsça/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ε‐πι‐κη‐φι‐σιά
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΕπικηφισιά θηλυκό, μόνο στον ενικό
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία Επικηφισιά