Ἐπικηφισιά
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Ἐπικηφισιά < ἐπι- + Κηφισιά• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα
επεξεργασίαἘπικηφισιά θηλυκό, μόνο στον ενικό
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Λήμμα «Ἐπικηφισιά», στο: Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν, τόμ. 5 (Αθήνα: Εκδοτικός Οίκος Ελευθερουδάκη, 1929), σ. 710.