Εμμανουέλα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Εμμανουέλα | οι | Εμμανουέλες |
γενική | της | Εμμανουέλας | — | |
αιτιατική | την | Εμμανουέλα | τις | Εμμανουέλες |
κλητική | Εμμανουέλα | Εμμανουέλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Εμμανουέλα < γαλλική Emmanuelle < θηλυκό του Emmanuel
Κύριο όνομα επεξεργασία
Εμμανουέλα θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη Εμμανουήλ
Μεταφράσεις επεξεργασία
Εμμανουέλα