Εμμανουήλ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Εμμανουήλ < ελληνιστική κοινή Ἐμμανουήλ < εβραϊκή עִמָּנוּאֵל (imanu'él) < עִמָּנוּ אֵל (imánu él, ο θεός μαζί μας)[1]) < עם (im: μαζί) + אל (el: θεός, θεότητα)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.ma.nuˈil/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Εμ‐μα‐νου‐ήλ
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΕμμανουήλ αρσενικό άκλιτο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- Εμμανουέλα
- Μανολάκης / Μανωλάκης
- Μανόλης / Μανώλης
- Μανολιός / Μανωλιός
- Μάνος
- Μανούσος
- Χατζηεμμανουήλ
- → δείτε και τη λέξη Μανώλης
Μεταφράσεις
επεξεργασία Εμμανουήλ
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΕμμανουήλ αρσενικό ή θηλυκό
Μεταγραφές
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ «Ἰδοὺ ἡ παρθένος ἐν γαστρὶ ἕξει καὶ τέξεται υἱόν, καὶ καλέσουσιν τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἐμμανουήλ, ὅ ἐστιν μεθερμηνευόμενον μεθ’ ἡμῶν ὁ θεός.» (Κατὰ Ματθαίον Εὐαγγέλιον, 1, 23)
- ↑ Ντίνας, Κ. 1995. Kοζανίτικα επώνυμα (1759-1916). Kοζάνη: Iνστιτούτο Bιβλίου και Aνάγνωσης (Yπουργείο Πολιτισμού-Δήμος Kοζάνης) [1]