Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Εμανουήλ < ελληνιστική κοινή Ἐμμανουήλ < εβραϊκή עִמָּנוּאֵל (imanu'él) < עִמָּנוּ אֵל (imánu él, ο θεός μαζί μας)[1]) < עם (im: μαζί) + אל (el: θεός, θεότητα)

  Μεταγραφή επεξεργασία

Εμανουήλ αρσενικό

  1. «Ἰδοὺ ἡ παρθένος ἐν γαστρὶ ἕξει καὶ τέξεται υἱόν, καὶ καλέσουσιν τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἐμμανουήλ, ὅ ἐστιν μεθερμηνευόμενον μεθ’ ἡμῶν ὁ θεός.» (Κατὰ Ματθαίον Εὐαγγέλιον, 1, 23)