• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

Εκουαδοριανός

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία
Δείτε επίσης : εκουαδοριανός

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Κύριο όνομα
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Εκουαδοριανός οι Εκουαδοριανοί
      γενική του Εκουαδοριανού των Εκουαδοριανών
    αιτιατική τον Εκουαδοριανό τους Εκουαδοριανούς
     κλητική Εκουαδοριανέ Εκουαδοριανοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

Εκουαδοριανός < ισπανική ecuatoriano

  Κύριο όνομαΕπεξεργασία

Εκουαδοριανός αρσενικό (θηλυκό Εκουαδοριανή)

  • (εθνικό όνομα) αυτός που κατάγεται από τον Ισημερινό (Εκουαδόρ) ή έχει την αντίστοιχη υπηκοότητα

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    Εκουαδοριανός
  • αγγλικά : Ecuadorian (en)
  • γερμανικά : Ecuadorianer (de)
  • ισπανικά : ecuatoriano (es)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=Εκουαδοριανός&oldid=5469721"
Τελευταία επεξεργασία στις 29 Ιανουαρίου 2022, στις 17:27
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 29 Ιανουαρίου 2022, στις 17:27.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie