clarté
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
clarté | clartés |
clarté (fr) θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη clair
ενικός | πληθυντικός |
clarté | clartés |
clarté (fr) θηλυκό