Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χαμαί < αρχαία ελληνική χαμαί < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ǵʰm̥may < *dʰéǵʰōm (γη, χθών) < *dʰeǵʰ-

  Επίρρημα επεξεργασία

χαμαί

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χαμαί < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ǵʰm̥may < *dʰéǵʰōm (γη, χθών) < *dʰeǵʰ-

  Επίρρημα επεξεργασία

χαμαί

οὑτοιί σοι χαμαί, καὶ σὺ κατάθου πάλιν τὸ ξίφος (Αριστοφάνης, Αχαρνείς)
ἔλεγε δὲ ὅτι ἀφ᾿ οὗ ἐβαπτίσθη οὐκ ἔπτυσε χαμαί, ἑξηκοστὸν ἔχων ἔτος ἀφ᾿ οὗ ἐβαπτίσθη (Παλλάδιος, Λαυσαϊκή Ιστορία, Γ')
εἴπατε τῷ βασιλεῖ, χαμαὶ πέσαι δαίδαλος αὐλά, ούκέτι Φοῖβος ἕχει καλύβην, οὐ μάντιδα δάφνην, οὐ παγἁν λαλέουσαν, ἀπέσβετο καὶ λάλον ὓδωρ (χρησμός της Πυθίας)

Σημειώσεις επεξεργασία

Το χαμαί δεν εκφράζει κίνηση. Δείτε τη λέξη χαμᾶζε για αυτή την έννοια.

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία