→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χαμαίζηλος < χαμαί και ζῆλος

  Επίθετο

επεξεργασία

χαμαίζηλος, ος, ον

  1. που επιδιώκει τα ταπεινά
  2. που είναι χαμηλός, π.χ. ένα μικρό σκαμνί, φυτό που δεν αποκτά μεγάλο ύψος, είδος νάνος ενός άλλου μεγαλύτερου (χαμαίζηλος φοίνικας), ένα ρηχό πιάτο ή αγγείο (χαμαίζηλος κρατήρ)
  3. (μεταφορικά) που είναι χαμηλού επιπέδου
    χαμαίζηλος ψυχή (ίσως ελληνιστική έννοια)
  4. που έχει γλιστρήσει πιο χαμηλά από την κανονική θέση του (π.χ. η επωμίδα)
  5. επίθετο θεών
    χαμαίζηλος Ζεύς ή Ποσειδών (ο χθόνιος)
  6. χαμηλόβαθμος (στους δικαστές ασήμαντων πλημμελημμάτων ή εκείνων που είχαν χαμηλή βαθμίδα γενικά σε μεγάλο δικαστήριο)

Συγγενικά

επεξεργασία

Σημειώσεις

επεξεργασία