Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χαμαιπετής < χαμαί και πίπτω

  Επίθετο επεξεργασία

χαμαιπετής, ής, ές

  1. που πέφτει κάτω (αντικείμενο, σκέψη, σταγόνα αίματος, κουβέντα, λόγος)
    χαμαιπετεῖς ἐλαῖαι (ελιές που έπεσαν από τον άνεμο, δεν τις έριξαν μαζεύοντάς τες)
    χαμαιπετὲς δ᾽ ἄρ᾽ ἔπος οὐκ ἀπέριψεν
  2. που πάει χαράμι (για βέλος που εκτοξεύτηκε χαμηλά και δεν βρήκε στόχο)
  3. που πετάει χαμηλά (για πτηνά)
    χαμαιπετεῖς. στρουθοί
  4. που ζει χαμηλά, κοιμάται στο πάτωμα, για οτιδήποτε γίνεται καταγής ενώ συνήθως γίνεται ψηλότερα
    χαμαιπετής ἀεὶ ὢν καὶ ἄστρωτος (Πλάτων)
    χαμαιπετές δεῖπνον