χαμαιπετής
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαχαμαιπετής, ής, ές
- που πέφτει κάτω (αντικείμενο, σκέψη, σταγόνα αίματος, κουβέντα, λόγος)
- χαμαιπετεῖς ἐλαῖαι (ελιές που έπεσαν από τον άνεμο, δεν τις έριξαν μαζεύοντάς τες)
- χαμαιπετὲς δ᾽ ἄρ᾽ ἔπος οὐκ ἀπέριψεν
- που πάει χαράμι (για βέλος που εκτοξεύτηκε χαμηλά και δεν βρήκε στόχο)
- που πετάει χαμηλά (για πτηνά)
- χαμαιπετεῖς. στρουθοί
- που ζει χαμηλά, κοιμάται στο πάτωμα, για οτιδήποτε γίνεται καταγής ενώ συνήθως γίνεται ψηλότερα
- χαμαιπετής ἀεὶ ὢν καὶ ἄστρωτος (Πλάτων)
- χαμαιπετές δεῖπνον