χάμω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- χάμω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική χάμω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική χαμαί
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈxa.mo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χά‐μω
Επίρρημα επεξεργασία
χάμω (τοπικό επίρρημα)
Άλλες μορφές επεξεργασία
Εκφράσεις επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
χάμω
→ δείτε τη λέξη κάτω |
Πηγές επεξεργασία
- χάμω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- χάμω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική χαμαί με (μετακίνηση τόνου) και τροπή -αι > -ω κατά τα επιρρήμματα σε -ω [1]
Επίρρημα επεξεργασία
χάμω (τοπικό επίρρημα)
Συγγενικά επεξεργασία
- ἀποχάμαι, ἀποχάμω (κάτω από το έδαφος)
- χαμο- Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με πρόθημα χαμο- στο Βικιλεξικό
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ χάμω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας