Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πλανητάριο τα πλανητάρια
      γενική του πλανητάριου των πλανητάριων
    αιτιατική το πλανητάριο τα πλανητάρια
     κλητική πλανητάριο πλανητάρια
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πλανητάριο < πλανήτης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πλανητάριο ουδέτερο

  1. κέντρο προώθησης της επιστήμης στο ευρύ κοινό με προβολές, βιβλιοθήκες και πειράματα
  2. μέρος προβολών επιστημονικών εκπομπών (όχι μόνο αστροφυσικής θεματολογίας)
  3. ίδρυμα που δευτερογενώς έχει βιβλιοθήκες και πειραματικές αίθουσες

  Μεταφράσεις επεξεργασία