γραμματοδιδάσκαλος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- γραμματοδιδάσκαλος < γραμματο- + διδάσκαλος
Ουσιαστικό επεξεργασία
γραμματοδιδάσκαλος αρσενικό
- (παρωχημένο) ο δάσκαλος για τα στοιχειώδη γράμματα, γραφή και ανάγνωση
Μεταφράσεις επεξεργασία
γραμματοδιδάσκαλος
|