ανακαινιστής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανακαινιστής < ανακαινίζω
Ουσιαστικό επεξεργασία
ανακαινιστής αρσενικό (ανακαινίστρια το θηλυκό)
- εκείνος που εισηγείται μεταρρυθμίσεις, αναθεωρήσεις, καινούργιες ιδέες
ανακαινιστής αρσενικό (ανακαινίστρια το θηλυκό)