Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αλετροπόδι τα αλετροπόδια
      γενική του αλετροποδιού των αλετροποδιών
    αιτιατική το αλετροπόδι τα αλετροπόδια
     κλητική αλετροπόδι αλετροπόδια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αλετροπόδι < αλέτρι + πόδι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αλετροπόδι ουδέτερο

  1. το « πόδι » του αλετριού, το κάτω μέρος του, κοντά στο υνίο
  2. άλλη ονομασία του αστερισμού Ωρίων

Ταυτόσημο επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία