Δουλκινέα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Δουλκινέα | οι | Δουλκινέες |
γενική | της | Δουλκινέας | — | |
αιτιατική | τη | Δουλκινέα | τις | Δουλκινέες |
κλητική | Δουλκινέα | Δουλκινέες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Μεταγραφή επεξεργασία
Δουλκινέα θηλυκό
Άλλες μορφές επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Αλεξάνδρα Σαμουήλ, Ιδαλγός της ιδέας: η περιπλάνηση του Δον Κιχώτη στην ελληνική λογοτεχνία, Εκδόσεις Πόλις, 2007, σελ. 92