Δουλτσινέα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Δουλτσινέα | οι | Δουλτσινέες |
γενική | της | Δουλτσινέας | — | |
αιτιατική | τη | Δουλτσινέα | τις | Δουλτσινέες |
κλητική | Δουλτσινέα | Δουλτσινέες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Δουλτσινέα θηλυκό
- γυναικείο όνομα, γνωστό από το όνομα της αγαπημένης του Δον Κιχώτη
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Δουλτσινέα
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Αλεξάνδρα Σαμουήλ, Ιδαλγός της ιδέας: η περιπλάνηση του Δον Κιχώτη στην ελληνική λογοτεχνία, Εκδόσεις Πόλις, 2007, σελ. 92