Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Δμήτωρ οἱ Δμήτορες
      γενική τοῦ Δμήτορος τῶν Δμητόρων
      δοτική τῷ Δμήτορ τοῖς Δμήτορσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν Δμήτορ τοὺς Δμήτορᾰς
     κλητική ! Δμῆτορ Δμήτορες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Δμήτορε
γεν-δοτ τοῖν  Δμητόροιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κτήτωρ' όπως «κτήτωρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Δμήτωρ, ομηρικό < δμητήρ (δαμαστής)

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Δμήτωρ, -ορος αρσενικό

  Πηγές επεξεργασία