Δμήτωρ
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Δμήτωρ | οἱ | Δμήτορες |
γενική | τοῦ | Δμήτορος | τῶν | Δμητόρων |
δοτική | τῷ | Δμήτορῐ | τοῖς | Δμήτορσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸν | Δμήτορᾰ | τοὺς | Δμήτορᾰς |
κλητική ὦ! | Δμῆτορ | Δμήτορες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Δμήτορε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Δμητόροιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'κτήτωρ' όπως «κτήτωρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαΔμήτωρ, -ορος αρσενικό
Πηγές
επεξεργασία- Δμήτωρ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.