Διρρεύματα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | Διρρεύματα | ||
γενική | των | Διρρευμάτων | ||
αιτιατική | τα | Διρρεύματα | ||
κλητική | Διρρεύματα | |||
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ðiˈɾev.ma.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Διρ‐ρεύ‐μα‐τα
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΔιρρεύματα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία Διρρεύματα