ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Δημώνασσ αἱ Δημώνασσαι
      γενική τῆς Δημωνάσσης τῶν Δημωνασσῶν
      δοτική τῇ Δημωνάσσ ταῖς Δημωνάσσαις
    αιτιατική τὴν Δημώνασσᾰν τὰς Δημωνάσσᾱς
     κλητική ! Δημώνασσ Δημώνασσαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Δημωνάσσ
γεν-δοτ τοῖν  Δημωνάσσαιν
1η κλίση, Κατηγορία 'θάλασσα' όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Δημώνασσα (ελληνιστική κοινή) < Δημω- < Δαμο- (δῆμος) + ἄνασσα (δείτε τη μορφή Δαμώνασσα και ΔαμοϜάνασσα σε επιγραφή)

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Δημώνασσα, -ης θηλυκό (ελληνιστική κοινή)