Δαμώνασσα
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Δαμώνασσα (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική Δαμω- < Δαμο- (δῆμος) + ἄνασσα (ΔαμοϜάνασσα σε επιγραφή)
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΔαμώνασσα θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
Αναφορές
επεξεργασία- Δαμώνασσα@LGPN - Lexicon of Greek Personal Names online [Λεξικό ελληνικών (αρχαίων) ονομάτων] (στα αγγλικά), εκδόσεις από το 1972, Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.
- Δημώνασσα, Δαμώνασσα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.