Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Δαμιανούλα οι Δαμιανούλες
      γενική της Δαμιανούλας
    αιτιατική τη Δαμιανούλα τις Δαμιανούλες
     κλητική Δαμιανούλα Δαμιανούλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Δαμιανούλα < Δαμιαν(ή) + υποκοριστικό επίθημα -ούλα

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Δαμιανούλα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Δαμιανή