Δάριζα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Δάριζα | οι | Δάριζες |
γενική | της | Δάριζας | των | Δαριζών |
αιτιατική | τη | Δάριζα | τις | Δάριζες |
κλητική | Δάριζα | Δάριζες | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Δάριζα < αρβανίτικη • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈða.ɾi.za/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Δά‐ρι‐ζα
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΔάριζα θηλυκό
- οικισμός της Τροιζηνίας, πρώην ονομασία της Σαρωνίδας[1]