Γραμμενούλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Γραμμενούλα | οι | Γραμμενούλες |
γενική | της | Γραμμενούλας | — | |
αιτιατική | τη | Γραμμενούλα | τις | Γραμμενούλες |
κλητική | Γραμμενούλα | Γραμμενούλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Γραμμενούλα < Γραμμέν(η) + υποκοριστικό επίθημα -ούλα
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΓραμμενούλα θηλυκό
- υποκοριστικό, χαϊδευτικό γυναικείο όνομα
Μεταφράσεις
επεξεργασία Γραμμενούλα
|