Δείτε επίσης: γλυναδιώτης

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Γλυναδιώτης οι Γλυναδιώτες
      γενική του Γλυναδιώτη των Γλυναδιωτών
    αιτιατική τον Γλυναδιώτη τους Γλυναδιώτες
     κλητική Γλυναδιώτη Γλυναδιώτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Γλυναδιώτης < Γλυνάδ(ο) + -ιώτης

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɣli.naˈðʝo.tis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Γλυ‐να‐διώ‐της

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Γλυναδιώτης αρσενικό (θηλυκό Γλυναδιώτισσα)

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία