Δείτε επίσης: γλυναδιώτισσα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Γλυναδιώτισσα οι Γλυναδιώτισσες
      γενική της Γλυναδιώτισσας των Γλυναδιωτισσών
    αιτιατική τη Γλυναδιώτισσα τις Γλυναδιώτισσες
     κλητική Γλυναδιώτισσα Γλυναδιώτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Γλυναδιώτισσα < Γλυναδιώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

Γλυναδιώτισσα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Γλυναδιώτης