Γκαλίνα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Γκαλίνα | οι | Γκαλίνες |
γενική | της | Γκαλίνας | των | (Γκαλίνων) |
αιτιατική | την | Γκαλίνα | τις | Γκαλίνες |
κλητική | Γκαλίνα | Γκαλίνες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- Γκαλίνα < (άμεσο δάνειο) ρωσική Галина (για το όνομα) / , (άμεσο δάνειο) ιταλική Gallina (για το επώνυμο)