Γιαννακόπουλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Γιαννακόπουλος | οι | Γιαννακόπουλοι & Γιαννακοπουλαίοι1 |
γενική | του | Γιαννακόπουλου & Γιαννακοπούλου |
των | Γιαννακόπουλων2 & Γιαννακοπουλαίων |
αιτιατική | τον | Γιαννακόπουλο | τους | Γιαννακόπουλους3 & Γιαννακοπουλαίους |
κλητική | Γιαννακόπουλε | Γιαννακόπουλοι & Γιαννακοπουλαίοι | ||
1. Οι δεύτεροι τύποι, προφορικοί, οικείοι. 2. Παρωχημένη γενική πληθυντικού: Γιαννακοπούλων 3. Παρωχημένη αιτιατική πληθυντικού: Γιαννακοπούλους | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παπαδόπουλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Γιαννακόπουλος < Γιαννάκ(ης) + -όπουλος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ʝa.naˈko.pu.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Γιαν‐να‐κό‐που‐λος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΓιαννακόπουλος αρσενικό (θηλυκό Γιαννακοπούλου)