Γιαμάκος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Γιαμάκος < (επάγγελμα) (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική یاماق (yamak, βοηθός τεχνίτη, εργάτης) + -ος[1]
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΓιαμάκος αρσενικό
Μεταγραφές
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Μανόλης Τριανταφυλλίδης (²1995), Τα οικογενειακά μας ονόματα, επιμέλεια: Ε.Σ. Στάθης. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη). ISBN 960‑231‑010‑3. 1η έκδοση, μεταθανάτια: 1982, σελ. 43.