Γεωγραφούλα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Γεωγραφούλα | οι | Γεωγραφούλες |
γενική | της | Γεωγραφούλας | — | |
αιτιατική | τη | Γεωγραφούλα | τις | Γεωγραφούλες |
κλητική | Γεωγραφούλα | Γεωγραφούλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Γεωγραφούλα < γεωγραφ(ία) + υποκοριστικό επίθημα -ούλα
Κύριο όνομα επεξεργασία
Γεωγραφούλα θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
Γεωγραφούλα
|