Γερμανίδης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Γερμανίδης | οι | Γερμανίδηδες |
γενική | του | Γερμανίδη* | των | Γερμανίδηδων |
αιτιατική | τον | Γερμανίδη | τους | Γερμανίδηδες |
κλητική | Γερμανίδη | Γερμανίδηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Γερμανίδου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Γερμανίδης < Γερμαν(ός) ή Γερμαν(ού) + -ίδης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΓερμανίδης αρσενικό (θηλυκό Γερμανίδου ή Γερμανίδη)