Δείτε επίσης: γενέσιον
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική τὸ Γενέσιον
      γενική τοῦ Γενεσίου
      δοτική τῷ Γενεσί
    αιτιατική τὸ Γενέσιον
     κλητική ! Γενέσιον
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Γενέσιον < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου Γενέσιος γενέσιος

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Γενέσιον ουδέτερο, μόνο στον ενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία