Γενέσιον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | Γενέσιον | ||
γενική | τοῦ | Γενεσίου | ||
δοτική | τῷ | Γενεσίῳ | ||
αιτιατική | τὸ | Γενέσιον | ||
κλητική ὦ! | Γενέσιον | |||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Γενέσιον < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου Γενέσιος γενέσιος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΓενέσιον ουδέτερο, μόνο στον ενικό
- ονομασία ναού όπου τιμάται η γέννηση κάποιου θεού (συνήθως του Ποσειδῶνος
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη γενέσιος
Δείτε επίσης
επεξεργασία- και το μεσαιωνικό γενέσιον
Πηγές
επεξεργασία- Γενέσιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.