Γαροφαλιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Γαροφαλιά | οι | Γαροφαλιές |
γενική | της | Γαροφαλιάς | των | Γαροφαλιών |
αιτιατική | τη | Γαροφαλιά | τις | Γαροφαλιές |
κλητική | Γαροφαλιά | Γαροφαλιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Γαροφαλιά < Γαρυφαλλιά• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɣa.ɾo.faˈʎa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Γα‐ρο‐φα‐λιά
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΓαροφαλιά θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- "Συλλογή κύριων ονομάτων των νεότερων Ελλήνων Θράκης". Αρχείου του Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού. 1. Αθήνα: Τυπογραφείον Σεργιάδου. 1934-35. σελ. 218-224.