Γαλανόπουλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Γαλανόπουλος | οι | Γαλανόπουλοι & Γαλανοπουλαίοι1 |
γενική | του | Γαλανόπουλου & Γαλανοπούλου |
των | Γαλανόπουλων2 & Γαλανοπουλαίων |
αιτιατική | τον | Γαλανόπουλο | τους | Γαλανόπουλους3 & Γαλανοπουλαίους |
κλητική | Γαλανόπουλε | Γαλανόπουλοι & Γαλανοπουλαίοι | ||
1. Οι δεύτεροι τύποι, προφορικοί, οικείοι. 2. Παρωχημένη γενική πληθυντικού: Γαλανοπούλων 3. Παρωχημένη αιτιατική πληθυντικού: Γαλανοπούλους | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παπαδόπουλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Γαλανόπουλος < + -όπουλος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɣa.laˈno.pu.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Γα‐λα‐νό‐που‐λος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΓαλανόπουλος αρσενικό (θηλυκό Γαλανοπούλου)