γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Βριλήττιος Βριληττί τὸ Βριλήττιον
      γενική τοῦ Βριληττίου τῆς Βριληττίᾱς τοῦ Βριληττίου
      δοτική τῷ Βριληττί τῇ Βριληττί τῷ Βριληττί
    αιτιατική τὸν Βριλήττιον τὴν Βριληττίᾱν τὸ Βριλήττιον
     κλητική ! Βριλήττιε Βριληττί Βριλήττιον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ Βριλήττιοι αἱ Βριλήττιαι τὰ Βριλήττι
      γενική τῶν Βριληττίων τῶν Βριληττίων τῶν Βριληττίων
      δοτική τοῖς Βριληττίοις ταῖς Βριληττίαις τοῖς Βριληττίοις
    αιτιατική τοὺς Βριληττίους τὰς Βριληττίᾱς τὰ Βριλήττι
     κλητική ! Βριλήττιοι Βριλήττιαι Βριλήττι
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ Βριληττίω τὼ Βριληττί τὼ Βριληττίω
      γεν-δοτ τοῖν Βριληττίοιν τοῖν Βριληττίαιν τοῖν Βριληττίοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «λόγιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Βριλήττιος < Βριληττόν (τύπος του Βριλησσόν) + -ιος

  Επίθετο

επεξεργασία

Βριλήττιος, -α, -ον