Βούγιας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Βούγιας | οι | Βούγιες & Βουγέηδες |
γενική | του | Βούγια | των | — Βουγέηδων |
αιτιατική | τον | Βούγια | τους | Βούγιες & Βουγέηδες |
κλητική | Βούγια | Βούγιες & Βουγέηδες | ||
Προφέρεται ως παροξύτονο με συνίζηση στην κατάληξη. Επίσης, πληθυντικός με κατάληξη -αίοι. | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Κούγιας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Βούγιας < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈvu.ʝas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Βού‐γιας
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΒούγιας αρσενικό (θηλυκό Βούγια)