Βουλώνη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /vuˈlo.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Βου‐λώ‐νη
Ετυμολογία 1
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Βουλώνη | ||
γενική | της | Βουλώνης | ||
αιτιατική | τη | Βουλώνη | ||
κλητική | Βουλώνη | |||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΒουλώνη θηλυκό
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Βουλώνη στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΕτυμολογία 2
επεξεργασία- Βουλώνη < γενική ενικού του αρσενικού Βουλώνης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΒουλώνη θηλυκό άκλιτο
Μεταγραφές
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
επεξεργασίαΒουλώνη αρσενικό