Βορνχόλμη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | Βορνχόλμη | ||||||
γενική | τῆς | Βορνχόλμης | ||||||
δοτική | τῇ | Βορνχόλμῃ | ||||||
αιτιατική | τὴν | Βορνχόλμην | ||||||
κλητική ὦ! | Βορνχόλμη | |||||||
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'βελόνη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Βορνχόλμη < (λόγιο δάνειο) δανική Bornholm + -η
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /voɾnˈxol.mi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Βορν‐χόλ‐μη
Κύριο όνομα επεξεργασία
Βορνχόλμη θηλυκό (καθαρεύουσα)
- (νησί) to Μπόρνχολμ
- ※ Ἡ παραλία συνοδεύεται ὑπὸ πολλῶν νήσων, δύο δὲ μόνον κεῖνται ἐν τῷ μέσῳ τῆς θαλάσσης, ἡ Βορνχόλμη καὶ ἡ Γοτλάνδη. (books.google Σύγχρονος εγκυκλοπαίδεια Ελευθερουδάκη, (Αθήνα: Εγκυκλοπαιδικές Εκδόσεις Νίκας, 1979), σελ. 66)