Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Μπόρνχολμ < (λόγιο δάνειο) δανική Bornholm

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈboɾn.xolm/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Μπόρν‐χολμ

  Μεταγραφή επεξεργασία

Μπόρνχολμ ουδέτερο

Άλλες μορφές επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία