Μπόρνχολμ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Μπόρνχολμ < (λόγιο δάνειο) δανική Bornholm
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈboɾn.xolm/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Μπόρν‐χολμ
Μεταγραφή
επεξεργασίαΜπόρνχολμ ουδέτερο
- νησί της Δανίας
- ※ Το Μπόρνχολμ ήταν παλιότερα ένας δημοφιλής προορισμός που σχεδόν όλοι στην Δανία πηγαίναν για να περάσουν τις διακοπές τους. (Διασχίζοντας με ποδήλατο τις ακτές της Δανίας, lifo.gr, 25 Ιουνίου 2015)
Άλλες μορφές
επεξεργασία- Βορνχόλμη (καθαρεύουσα, θηλυκό)
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Μπόρνχολμ στη Βικιπαίδεια