Βοημούνδος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Βοημούνδος | ||
γενική | του | Βοημούνδου | ||
αιτιατική | τον | Βοημούνδο | ||
κλητική | Βοημούνδε | |||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Βοημούνδος < μεσαιωνική ελληνική Βαϊμοῦντος[1] < γερμανική Bohemund < πρωτογερμανική *badwō (μάχη) + πρωτογερμανική *mundō (προστασία)
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΒοημούνδος αρσενικό
- ανδρικό όνομα
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Ονόματα Ελλήνων και Ξένων από την Ιστορία μας, Ευάγγελος Κυτίνος, Αθήνα, 2020, εκδ. Λεωνίδας Νταλαμάγκας, ISBN: 978-618-83497-5-9
Μεταφράσεις
επεξεργασία Βοημούνδος
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ «ἰδοὺ ἐγὼ Βαϊμοῦντος υἱὸς Ῥομπέρτου Γισκάρδου.» (Άννα Κομνηνή, Αλεξιάς, 13, 12, 4)