Βαϊμοῦντος
Ετυμολογία
επεξεργασία- Βαϊμοῦντος < πρωτογερμανική *badwō (μάχη) + πρωτογερμανική *mundō (προστασία)
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΒαϊμοῦντος αρσενικό
- ανδρικό όνομα, Βοημούνδος
- ※ ἰδοὺ ἐγὼ Βαϊμοῦντος υἱὸς Ῥομπέρτου Γισκάρδου.» (Άννα Κομνηνή, Αλεξιάς, 13, 12, 4)