Βιολέτα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Βιολέτα | οι | Βιολέτες |
γενική | της | Βιολέτας | των | Βιολετών |
αιτιατική | τη | Βιολέτα | τις | Βιολέτες |
κλητική | Βιολέτα | Βιολέτες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαΒιολέτα θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη βιολέτα
Μεταφράσεις
επεξεργασία Βιολέτα
|