↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Βεναρδάτος οι Βεναρδάτοι
      γενική του Βεναρδάτου των Βεναρδάτων
    αιτιατική τον Βεναρδάτο τους Βεναρδάτους
     κλητική Βεναρδάτε
& Βεναρδάτο
Βεναρδάτοι
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Μαυροκορδάτος (κλίση: μούτσος)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /veˈnaɾ.ðos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Βε‐ναρ‐δά‐τος

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Βεναρδάτος < Βενάρδ(ος) + -άτος

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Βεναρδάτος αρσενικό (θηλυκό Βεναρδάτου)

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταγραφές

επεξεργασία

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Βεναρδάτος αρσενικό