Βαρναβιώτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Βαρναβιώτης < Βαρνάβ(ας) + -ιώτης
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /vaɾ.naˈvʝo.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Βαρ‐να‐βιώ‐της
Κύριο όνομα επεξεργασία
Βαρναβιώτης αρσενικό (θηλυκό Βαρναβιώτισσα)
- (πατριδωνυμικό) αυτός που κατοικεί ή κατάγεται από τον Βαρνάβα
Μεταφράσεις επεξεργασία
Βαρναβιώτης
|