Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Βαρνάκοβα
      γενική της Βαρνάκοβας
    αιτιατική τη Βαρνάκοβα
     κλητική Βαρνάκοβα
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

Βαρνάκοβα < σλαβικής προέλευσης με κατάληξη -ова (-οβα) (δείτε τη Συζήτηση:Βαρνάκοβα * -οβο) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /vaɾˈna.ko.va/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Βαρ‐νά‐κο‐βα

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Βαρνάκοβα θηλυκό, μόνο στον ενικό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

τοπωνύμια:

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

Βαρνάκοβα < (μεταγραφή) ρωσική Варнакова (γενική ενικού του ανδρικού επωνύμου Варнаков)

  Μεταγραφή επεξεργασία

Βαρνάκοβα θηλυκό