Δείτε επίσης: βάρκα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα Βαρκά
      γενική των Βαρκών
    αιτιατική τα Βαρκά
     κλητική Βαρκά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Βαρκά < πληθυντικός αριθμός του βαρκό• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /vaɾˈka/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Βαρ‐κά
τονικό παρώνυμο: βάρκα
παρώνυμο: Βρακά

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Βαρκά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία