Βαρδαλιώτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /vaɾ.ðaˈʎo.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Βαρ‐δα‐λιώ‐της
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΒαρδαλιώτης αρσενικό (θηλυκό Βαρδαλιώτισσα)
- (πατριδωνυμικό) άτομο που κατάγεται από τη Βαρδαλή ή κατοικεί εκεί
Συγγενικά
επεξεργασία- → και δείτε τη λέξη Βαρδαλή
Μεταφράσεις
επεξεργασία Βαρδαλιώτης
|