Βαλτιώτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /valˈtço.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Βαλ‐τιώ‐της
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΒαλτιώτης αρσενικό (θηλυκό Βαλτιώτισσα)
- (πατριδωνυμικό) άτομο που κατάγεται από οικισμό με το όνομα Βάλτα ή κατοικεί εκεί
Συγγενικά
επεξεργασία- → και δείτε τη λέξη Βάλτα
Μεταφράσεις
επεξεργασία Βαλτιώτης
|