Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Βένια οι Βένιες
      γενική της Βένιας
    αιτιατική τη Βένια τις Βένιες
     κλητική Βένια Βένιες
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο.
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Βένια < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /veˈɲa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Βέ‐νια

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Βένια θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία